- διαπύρως
- διάπυροςred-hot: adverbialδιάπυροςred-hot: masc /fem acc pl (doric )διαπυρόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic )διαπυροςred-hot: adverbialδιαπυροςred-hot: masc /fem acc pl (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
διαπύρως — διάπυρος red hot adverbial διάπυρος red hot masc/fem acc pl (doric) διαπυρόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) διαπυρος red hot adverbial διαπυρος red hot masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek